- εικόνα
- (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ.
γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι μία συνάρτηση με πεδίο ορισμού ένα διάστημα [α,β] της ευθείας των πραγματικών αριθμών και δοθεί ένα σύστημα ορθογωνίων (καρτεσιανών) συντεταγμένων, τότε το σύνολο των ζευγών πραγματικών αριθμών Γ = (χ,f(χ)), με χ [α,β]} παριστάνεται με ένα σύνολο σημείων του επιπέδου, που ονομάζεται γεωμετρική ε. της συνάρτησης στο επίπεδο ή στη γραμμή που παριστάνει στο επίπεδο τη συνάρτηση F/ [α,β].
* * *η (AM εἰκών, Μ και εἰκόνα)1. ομοίωμα, αναπαράσταση αντικειμένου από ζωγράφο ή γλύπτη («εἰκὼν γεγραμμένη», Πλουτ. Ηθ.)2. αναπαράσταση μορφών, αντικειμένων ή γεγονότων στον νου («έρχεται συνέχεια στο μυαλό μου η εικόνα τού ατυχήματος»)3. παραστατική περιγραφή με λόγο («πιστή εικόνα τής πραγματικότητας»)4. σύγκριση, παρομοίωση («μιλά με εικόνες»)5. καθετί αισθητό που εκφράζει μια ιδέα («τοῡ Χριστοῡ, ὅς ἔστιv εἰκὼν τοῡ Θεοῡ», ΠΔ)μσν.- νεοελλ.αναπαράσταση άγιων προσώπων, εικόνισμανεοελλ.φωτογραφίααρχ.1. είδωλο σε κάτοπτρο2. φάντασμα3. (η αιτ. ως επίρρ.) εἰκόναόπως, με τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Σχηματισμός σε -ων < έοικα*, από ΙΕ ρ. *weik- «αληθεύω, ομοιάζω» (πρβλ. είκελος*). Η λ. εικών είναι ιων.-αττ. τύποςστην Κυπριακή απαντά τ. αιτιατικής Fεικόνα με F- που δικαιολογεί την αναγωγή σε ρ. Fεικ-, στη δε ιωνική ποίηση απαντά τ. αιτιατικής εν. εικώ και πληθ. εικούς.ΠΑΡ. εικονίδιον, εικονίζω, εικόνιον.ΣΥΝΘ. εικονοστάσιοναρχ.εικονολογώ, εικονόμορφος, εικονοφόροςαρχ.-μσν.εικονοποιόςμσν.εικονογλύφος, εικονοθραύστης, εικονοκαύστης, εικονοκλάστης, εικονομανία, εικονοπερίγραπτος, εικονοτύπος, εικονούργημα, εικονουργίαμσν.- νεοελλ.εικονόδουλος, εικονοειδής, εικονολάτρης, εικονολατρία, εικονομάχοςνεοελλ.εικονογόνον, εικονογράφος, εικονολήπτης, εικονολογία, εικονόμετρο, εικονόφιλος].
Dictionary of Greek. 2013.